- ιθυδίκη
- ἰθυδίκη, ἡ (ΑΜ)ορθή κρίση, δίκαιη απόφαση.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύς (Ι) + δίκη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἰθυδίκῃ — ἰ̱θυδίκῃ , ἰθυδίκης giving right judgement masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)